- δάμναμι
- δάμναμι v. δαμάζω. [κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει. (v. l. δάμναται unde δάπτει δάμναται δὲ coni. Valkenaer.) fr. 222. 2.]
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek